- μαντεύματα
- μάντευμαoracleneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαντεύμαθ' — μαντεύματα , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc pl μαντεύματι , μάντευμα oracle neut dat sg μαντεύματε , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεύματ' — μαντεύματα , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc pl μαντεύματι , μάντευμα oracle neut dat sg μαντεύματε , μάντευμα oracle neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
ιατροσοφιστής — ἰατροσοφιστής, ὁ (ΑΜ) ο σοφός σχετικά με την ιατρική, σοφός γιατρός αρχ. αυτός που ασκεί την ιατρική με μαγικά μέσα και μαντεύματα … Dictionary of Greek
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek
υδρομαντεύματα — τὰ, Μ μαντεύματα με τη μέθοδο τής υδρομαντείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μάντευμα] … Dictionary of Greek